Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Κώστας Βάρναλης: ο Αιώνιος Οδηγητής Ποιητής του Λαού



Ο οδηγητής ποιητής του λαού

Ο Κονταρομάχος των φτωχών

Ο Λυρικός Στοχαστής της Επανάστασης
-------------
Α Ι Ω Ν Ι Ο Σ   Ο Δ Η Γ Η Τ Η Σ

Κι ως με του ήλιου πρόβαλες το κάμα,

Ωραίος στων ιδεών σου το γιορτάσι,

Στεντόρειος λόγος που ήρθε να προφτάσει

Το άδικο αίμα που έχυνε η κάμα,

Ασήκωσες στη μαύρη ετούτη πλάση ‒



16 Δεκέμβρη 1974
Πεθαίνει ο κομμουνιστής ποιητής Κώστας Βάρναλης
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Βόρειας Θράκης δηλαδή, αν και σε ορισμένες πηγές ως έτος γέννησής του αναφέρεται το 1883 και αλλού το 1881. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Βάρνα, ήταν τσαγκάρης και λεγόταν Γιαννάκος. Η μάνα του καταγόταν από την Αχελώ (Αγχίαλο) και λεγόταν Αλίσαβα (Ελισάβετ). Το πατρικό του επώνυμο ήταν Μπουμπούς, αλλά πήρε το λογοτεχνικό «Βάρναλης»  από τον τόπο καταγωγής του πατέρα του.
-----------------------
Ο Βάρναλης υπήρξε κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης
Εμεινε όρθιος, αδιάλλακτος ως το τέλος. Στα χρόνια της χούντας απάντησε για ακόμη μια φορά:
"Τι θέλετε πάλι;
Να με ρωτήσετε αν είμαι κομμουνιστής;
Δεν σας το είπα την πρώτη φορά;
Ολο τα ίδια θα λέμε;"
---------------------


Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Ο ίδιος διηγείται:

«Ήθελα να το κάνω Σφύρος Δρεπάνης αλλά ένα καλός φίλος με απέτρεψε και μ’ έσωσε. Τι μ’ έσωσε δηλαδή…
--------------------
Η Φιλία με τον Λουντέμη και ο «Κονταρομάχος»

Τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Κώστα Βάρναλη τους συνέδεε φιλία και αμοιβαία αναγνώριση της λογοτεχνικής αξίας.
Η φιλία του Λουντέμη και η αγάπη στον άνθρωπο πάνω απ΄ όλα Κώστα Βάρναλη, τον οδήγησε να γράψει το βιβλίο Ο Κονταρομάχος, την βιογραφία του Βάρναλη δηλαδή. Δε θα πω περισσότερα. Αφήνω να μιλήσουν τα αποσπάσματα  από το βιβλίο του:

Ήξερε να ζει τη ζωή
«…Η Ελληνική Ταβέρνα δεν είναι ο τόπος όπου οι άνθρωποι «μπουζουριάζουνε»! Και μόνο ο υπαινιγμός θ' αποτελούσε στί­γμα Ότι μπήκες σ’ έναν χώρο χωρίς να φροντίσεις νάχεις προηγούμενα μυηθεί.
Ο Βάρναλης είναι διπλωματούχος σ' αυτά. (Με άριστα και με εύφημη μνεία). Έχει δικαίωμα εισόδου και ελευθέρας κυκλοφορίας σ' όλους αυτούς τους χώρους όπου όλοι - πελατεία, και λειτουργοί - και να μην τον ξέρουν προσωπικά, τον μυρί­ζονται με την όσφρηση. Φαίνεται αμέσως, απ’ την πρώτη μα­τιά, ότι βρίσκεται στα δικά του νερά. Ότι δεν είναι «ξένο σώμα» εδώ μέσα. Οι ταβερνιάρηδες πολύ θολή ιδέα είχαν για το τι άλλο - εκτός απ’ τον διάλεχτο και ανώτερης κατηγορίας πελά­τη - ήταν ο «κυρ - Κώστας». «Σβηστές» έλεγε τις ταβέρνες που δεν άναβαν φωτιά, που πρόσφεραν για μεζέ κρομμύδι, ελιά, λακέρδα, και παλιό κρασί. Ό δάσκαλος δεν έπινε χωρίς σαβούρα. Απεχθανόταν τους «ξεροσφυριτζήδες». Αλλά πιο πολύ απεχθανόταν τους μεθυσμένους. Όχι πώς αυτόν το κρασί δεν τον έπιανε, αλλά να, ήταν πάντα προσεχτικός, οπαδός του «μέτρου».
Αποστρεφόταν πάντα τη δεύτερη ποιότητα. Άμα δεν είχε ψωμί έτρωγε «παντεσπάνι», δεν ‘ετρωγε κουραμάνα. Το ίδιο έκα­νε και με την παρέα του. Δεν συναναστρεφόταν ποτέ μυξολόγιους. ‘Η θα ήταν αληθινοί λόγιοι ή θάταν Λαός, αμόλευτος, χωρίς πασαλείμματα. Μεγαλύτερη ακαταστασία και μεγαλύτερη πληγή στη ζωή θεωρούσε την ημιμάθεια. Αποστρεφόταν φανατικά τους φανφαρόνους, τους ξιπασμένους, τους βερμπαλιστές, τους κού­φιους ωραιολόγους και τούς κακορίζικους. Σιχαινότανε προπάν­των τους «αριστοκρατίζοντες» φτωχούς καθώς και τούς «πτωχοπροδρομικούς» αριστοκράτες.
Όταν τον γνώριζαν σε κάποιον, μια από τις πρώτες ερωτήσεις που του έκανε ήταν:
 -Πίνεις μπρε μπάρεμ: εάν ήταν πότης, ήταν και βασικό για να τον συμπαθήσει. 
Τον είδα να τσου­γκρίζει με νερό! Αίσχος!
«…Σε μια βίλα της Αθήνας, οργανώθηκε μια μάζωξη Αντιστασιακών ποιητών.
Η βραδιά ήταν επίσημη, πληκτική, γεμάτη κρύα ευγέ­νεια. Ανιούσα θανάσιμα. Και — όπως παρατήρησα αργότερα — δεν ήμουν ο μόνος. Μάταια ξεσπούσε ο Σικελιανός στα ομηρικά του κείνα γέλια. Κάποτε, δεν άντεξα, γυρίζω στο δάσκαλο που τον είχα δί­πλα μου - στ' αριστερά ήταν ο Σικελιανός.
—              Το σκάμε; του λέω κρυφά.
—              Μ' έσωσες... μου κάνει. Κοίτα μόνο να μη μας μυριστεί ο «θεός».
Που να ξεσκαλώσει κείνος απ' το φακό; Ο οπερατέρ τον είχε βάλει μόνιμα στο σημάδι. Μόνο ο Καζαντζάκης — πού ή­ταν κατά τα φαινόμενα κι αυτός στα «στενά» - έκανε κάποιο νόημα στο Δάσκαλο: «Για πού σύντεκνε;» Δεν ξέρω τι τούπε... Κάτι πάντως τούπε... Κάτι τούκανε και τον καθησύχασε.
Σε λίγο ήμασταν — κι οι δυο έξω απ' την καγκελόπορτα της βίλας. Ανασάναμε βαθειά.
— Ας τους αυτούς να φάνε δόξα, μου λέει. Εμείς πάμε για καμιά μαριδίτσα. Ξέρω κάπου εδώ κατά το Κεφαλάρι ένα καλό.
—              Λυπούμαι το Φωτιάδη… του λέω, την ώρα που το σκάγαμε είχε τόσο παραπονεμένα μούτρα.
— Ασ’ τον αυτόν, δεν πίνει... μου λέει. Τον είδα να τσου­γκρίζει με νερό! Αίσχος!»
  
---------------------------- 

Μελωδός ενός καλύτερου κόσμου
Δεκάδες μουσικοί δημιουργοί εμπνεύστηκαν από το έργο του Κώστα Βάρναλη και μελοποίησαν ποιήματά του
Μπολιασμένη με την υπέρτατη αξία της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα κοινωνικά του δεσμά, η ποίηση του Κώστα Βάρναλη, λυρική, σατιρική, ριζοσπαστική, στοχαστική, βαθιά ανθρώπινη, επηρέασε δεκάδες Ελληνες μουσικούς δημιουργούς. Γοητεύτηκαν από το έργο και την αισθητική του, ένιωσαν το βαθύ ανθρωπισμό και στοχασμό του, την αγωνία του για την απαλλαγή του ανθρώπου από την καταπίεση και την εκμετάλλευση, αφουγκράστηκαν τη μουσική του στίχου του και μελοποίησαν διαλεχτά ποιήματά του...
Να τι είπε ένας από αυτούς, ο Σπύρος Σαμοίλης, στην εκδήλωση που οργανώθηκε στην αίθουσα Συνεδρίων του ΚΚΕ, στον Περισσό:


------------------------

Τα παραπάνω είναι αποσπάσματα από το μεγάλο  αφιέρωμα που έκανα το Δεκέμβρη του 2014 στις εφημερίδες του Κιλκίς «Ειδήσεις» και «Πρωϊνή», για τα 40 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου "μπάρμπα Κώστα' με πολύ αγάπη με την βοήθεια κειμένων αξιόλογων ερευνητών του έργου του . Αλλά τι να πρωτογράψεις σε δύο σελίδες εφημερίδας; Κάποιος έγραψε (και συμφωνώ μαζί του) ότι στον τάφο του Βάρναλη θα πρέπει να χαραχτεί το ακόλουθο επιτύμβιο -γραμμένο απ’ τον ίδιο:

Τα παιδιάτικά μου άχαρα
τα νιάτα στερημένα
πικρή μπουκιά, ξένος παντού
κι οχτρός σ’ όλα τα ξένα.
Να φύγω στον αγύριστο
ολοζωής δε μπόρεσα
Δε με χωρούσε όλ’ η γη
και σε δυο πήχες χώρεσα.

Κώστας Πινέλης
 


1 σχόλιο: